θερισμός

θερισμός
H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές-αυτοδετικές και οι θεριστικές-αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη γεωργία· αυτές αντικατέστησαν το αρχαίο σύστημα της εργασίας με τα χέρια, το οποίο τώρα έχει περιοριστεί σε μικρά μόνο αγροτεμάχια ορεινών περιοχών με δύσκολη πρόσβαση. θεριστική μηχανή. Η γεωργική μηχανή που εκτελεί την κοπή και τη συλλογή των σιτηρών. Είναι κατασκευασμένη σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την εργασία που εκτελεί. Η χορτοκοπτική που διαθέτει συσκευή για θέρισμα είναι η κοινή χορτοκοπτική, που μετατρέπεται εύκολα σε θεριστική. Γι’ αυτό τον σκοπό, το σύστημα κοπής έχει προς τα πίσω μία τράπεζα από σανίδες προσαρμοσμένη στην πίσω πλευρά του συστήματος στην οποία υπάρχει πριονωτή λεπίδα κοπής. Η τράπεζα μπορεί να ανυψώνεται και να κατεβαίνει μαζί με την πίσω πλευρά προς το έδαφος· η κίνηση αυτή ελέγχεται από ένα πεντάλ. Στη θεριστική μηχανή προσαρμόζεται δεύτερο κάθισμα για δεύτερο χειριστή, που σπρώχνει με το δίκρανο τα στελέχη των σιτηρών προς την πριονωτή λεπίδα κοπής, διευκολύνοντας και τον σχηματισμό του δεματιού, το οποίο εκφορτώνει στο έδαφος. Η απλή θεριστική, παρόμοια με την προηγούμενη, σχηματίζει επιπλέον τα δεμάτια και τα εκφορτώνει στο έδαφος. Έχει και αυτή κοπτικό όργανο, όμοιο με την προηγούμενη, αλλά με δόντια πιο μακριά, γιατί η κοπή των στελεχών προκαλεί μεγαλύτερη αντίσταση. Η τράπεζα, προσαρμοσμένη πίσω από το κοπτικό όργαvo, αποτελείται από ένα δάπεδο σε σχήμα κυκλικού τομέα με ανασηκωμένα τα άκρα του. Τα κομμένα στελέχη αναποδογυρίζονται πάνω στο δάπεδο και υποχρεώνονται να στραφούν κατά 90%. Επιτυγχάνεται έτσι η προς τα πλάγια εκφόρτωση των δεματιών και μένει ελεύθερη η λωρίδα του εδάφους που θερίστηκε για το επόμενο πέρασμα της θεριστικής. Ο σχηματισμός και η εκφόρτωση των δεματιών πραγματοποιείται από αυτόματα χτένια, τα οποία ανορθώνουν και σπρώχνουν τα στελέχη προς τη λεπίδα κοπής, τα αναποδογυρίζουν πάνω στην τράπεζα και όταν γίνουν αρκετά ώστε να σχηματίσουν ένα δεμάτι, τα ξεφορτώνουν στο έδαφος. Η θεριστική-αυτοδετική, εκτός από την κοπή των στελεχών και το δεμάτιασμα, εκτελεί το δέσιμο των δεματιών και την εναπόθεσή τους στο έδαφος έξω από τη διαδρομή που εκτελεί η λεπίδα κοπής. Η θεριστική-αλωνιστική αποτελεί σύνθεση δύο μηχανών (θεριστικής και αλωνιστικής). Σε αυτήν, τα κομμένα στελέχη μεταφέρονται με ανυψωτή στο τύμπανο αλωνισμού της αλωνιστικής· οι κόκκοι του σιταριού ή των άλλων δημητριακών καθαρίζονται με ισχυρό ρεύμα αέρα και συγκεντρώνονται σε σάκους ή σε ειδική σκάφη, ενώ το άχυρο είτε στοιβάζεται σε σωρούς, είτε οδηγείται στη χορτοδετική όπου δεματοποιείται. Η συγκομιδή των σιτηρών (θερισμός) με τις ειδικές μηχανές έδωσε μεγάλη ώθηση στη γεωργία.
* * *
ο (ΑΜ θερισμός) [θερίζω]
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερισμός — mowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμός — ο το κόψιμο των σιτηρών: Εποχή θερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερισμοί — θερισμός mowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμοῦ — θερισμός mowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμούς — θερισμός mowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμῷ — θερισμός mowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμόν — θερισμός mowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • жатва — ст. слав. жѩтва θερισμός, θέρος (Супр.), болг. жътва (Младенов 169), сербохорв. же̏тва, словен. žêtva, žêtev, чеш. žatva. Далее, к ст. слав. жѩти, русск. жать, жну. Ср. др. инд. hantvas бить (Уленбек, Aind. Wb. 357) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”